συοτρόφος

συοτρόφος
-ον, Α
1. αυτός που τρέφει τους χοίρους («συοτρόφος χώρα», Ιώσ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ συοτρόφος
ο χοιροβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + -τροφός (< τρέφω), πρβλ. ορνιθο-τρόφος, προδατο-τρόφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συοτρόφος — feeding swine masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”